στράγγισμα

στράγγισμα
το
αφαίρεση υγρού, διύλιση, σούρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στράγγισμα — το, Ν [στραγγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στραγγίζω 2. μτφ. εξάντληση …   Dictionary of Greek

  • στράγγιση — Σύνολο έργων με τα οποία προκαλείται η απομάκρυνση του νερού από τα εδάφη όπου αυτά πλεονάζουν. Οι σ. γίνονται για να δοθούν μεγάλες εκτάσεις στη γεωργία ή σε άλλες ειδικές χρήσεις, ή ακόμα και για να προκαλέσει τη στήριξη των εδαφών με χαμηλό… …   Dictionary of Greek

  • στραγγιστός — και στραγγιχτός, ή, ό, Ν [στραγγίζω] αυτός που έχει υποστεί στράγγισμα ή έχει προέλθει από στράγγισμα («στραγγιστό γιαούρτι») …   Dictionary of Greek

  • τσαντίλα — η (λ. σλαβ.) 1. σακούλα από αραιοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα για το στράγγισμα του χλωρού τυριού, η τυροτσαντίλα. 2. κάθε αραιό ύφασμα για στράγγισμα, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. 3. κάθε ύφασμα κακής ποιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος …   Dictionary of Greek

  • απήθηση — η διήθηση, διύλιση, στράγγισμα …   Dictionary of Greek

  • αποστραγγίδι — κ. στράγγι, το 1. ό,τι απομένει μετά το στράγγισμα κάποιου υγρού 2. η τρυγιά …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα …   Dictionary of Greek

  • λεμονόκουπα — η 1. το καθένα από τα δύο μισά τού λεμονιού μετά το στράγγισμα τού χυμού του, αλλ. λεμονόστυμμα 2. φρ. «τόν πήραν με τις λεμονόκουπες» τόν αποδοκίμασαν έντονα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”